πραϋτόκος

πραϋτόκος
-ον, Α
αυτός που συντελεί σε εύκολο τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή του πρᾶος + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θεο-τόκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πραυτόκοις — πραύτοκος with easy parturition masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”